δυσσεβεῖ

δυσσεβεῖ
δυσσεβέω
to be ungodly
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
δυσσεβέω
to be ungodly
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
δυσσεβής
ungodly
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
δυσσεβής
ungodly
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυσσεβέι — δυσσεβέϊ , δυσσεβής ungodly dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • богонечьстивыи — (2*) пр. Безбожный, нечестивый: а законоу оц҃ь твоихъ и твоемоу б҃онеч(с)тивомоу повелению не кланѩемьсѩ ЛИ ок. 1425, 267 об. (1245); в роли с.: и прашавшю ѥмоу волхвы, повелѣвахоу ѥмоу... ||...и къ б҃онеч(с)тивомоу написахоу (τῷ δυσσεβεῖ) ГА… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”