δυσσεβέι — δυσσεβέϊ , δυσσεβής ungodly dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богонечьстивыи — (2*) пр. Безбожный, нечестивый: а законоу оц҃ь твоихъ и твоемоу б҃онеч(с)тивомоу повелению не кланѩемьсѩ ЛИ ок. 1425, 267 об. (1245); в роли с.: и прашавшю ѥмоу волхвы, повелѣвахоу ѥмоу... ||...и къ б҃онеч(с)тивомоу написахоу (τῷ δυσσεβεῖ) ГА… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… … Dictionary of Greek